- τριόδα
- η, και τριόδι, το, Ν [τρίοδος]το παιχνίδι τρίλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… … Dictionary of Greek
τρίλια — και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα,… … Dictionary of Greek
τριόδι — το, Ν βλ. τριόδα … Dictionary of Greek
τρίλια — η 1. είδος παιχνιδιού με δύο παίχτες, η τρίλιζα, η τριόδα, η τρίτσα. 2. τερέτισμα. 3. μουσικός καλλωπισμός που γίνεται με γοργότατη εναλλαγή και επανάληψη ενός φθόγγου με τον αμέσως ψηλότερό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)